- -ίτιδα
- (ΑΜ -ῑτις)κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. -τις (-ι-τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών -ίτης*. Τα ουσ. σε -ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε -ίτης (πρβλ. τεχνίτης: τεχνῑτις), αλλά και ως επίθ. (πρβλ. τεχνῑτις σοφία). Η κατάλ. αυτή όμως απαντά ευρύτατα ήδη από την Αρχαία σε ονομασίες νόσων (πρβλ. ἀρθρ-ῑτις, πλευρ-ῑτις, ἡπατ-ῑτις) και ειδικότερα, στη Νέα Ελληνική, σε ονομασίες φλεγμονωδών καταστάσεων (πρβλ. γαστρ-ίτιδα, λαρυγγ-ίτιδα). Από τους όρους αυτούς, άλλοι είναι αντιδάνειες λ. (πρβλ. αμυγδαλ-ίτιδα) και άλλοι αποδόσεις (πρβλ. αμφιβληστροειδ-ίτιδα).Παραδείγματα λ. σε -ίτιδα: ανθρακίτιδα, αρθρίτιδα, βλεφαρίτιδα, δενδρίτιδα, διφθερίτιδα, ηπατίτιδα, νεφρίτιδα, οφθαλμίτιδα, πλευρίτιδα, πυρίτιδααρχ.αμπελίτις, ζευγίτις, ζυγίτις, θιασίτις, θρανίτις, ιερακίτις, ικτερίτις, καπνίτις, μολυβδίτις, οπλίτις, πλινθίτις, προσωπίτις, σταχυΐτις, στεφανίτις, τροφίτις, φαλαγγίτις, φλογίτις, φυλακίτιςνεοελλ.αμυγδαλίτιδα, αμφιβληστοειδίτιδα, γαστρίτιδα, δυναμίτιδα, επιπεφυκίτιδα, ιγμορίτιδα, κυτταρίτιδα, λαρυγγίτιδα, μηνιγγίτιδα, ουλίτιδα, περιτονίτιδα, πολιομυελίτιδα, σκωληκοειδίτιδα, στοματίτιδα, φαρυγγίτιδα, φλεβίτιδα, ωτίτιδα.
Dictionary of Greek. 2013.